- νηριτοτρόφος
- νηριτοτρόφος, -ον (Α)(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηριτοτρόφοι — νηριτοτρόφος breeding sea snails masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηριτοτρόφους — νηριτοτρόφος breeding sea snails masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)